ξυσταρχία

ξυσταρχία
ξυσταρχ-ία, ,
A office of

ξυστάρχης, τυχόντα τῆς διὰ γένους ξ. SIG1073.9

(Olympia, ii A. D.): in pl., IGRom.4.1419b1, Delph.3(1).466.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυσταρχία — ξυσταρχία, ἡ (Α) [ξυστάρχης] το αξίωμα τού ξυστάρχου, η επιστασία τής παλαίστρας ή τού γυμναστηρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”